Greek Meaning of sold-out

εξαντλημένο

Other Greek words related to εξαντλημένο

Definitions and Meaning of sold-out in English

Wordnet

sold-out (s)

having taken a bribe or bribes

sold completely in advance

FAQs About the word sold-out

εξαντλημένο

having taken a bribe or bribes, sold completely in advance

προδομένος/η,Πουλήθηκε,μαχαιριά στην πλάτη,μαχαιρωμένος στην πλάτη,σταυρωμένος,Διπλή προδοσία,έδωσα μακριά,ενημερωμένος (για),είπε (για),Πήγε πίσω

υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,αποθηκευμένο,στάθηκε,προστατευμένο,προστατευμένος

soldiery => Στρατιώτες, soldiership => (*), soldiers of god => Στρατιώτες του Θεού, soldierly => στρατιωτικός, soldierlike => στρατιώτης,