Greek Meaning of ratted (on)
μαουλίζω
Other Greek words related to μαουλίζω
Nearest Words of ratted (on)
Definitions and Meaning of ratted (on) in English
ratted (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word ratted (on)
μαουλίζω
ενημερωμένος,διαχωρίζω (σε),μίλησε,είπε (για),προδομένος/η,έδωσα μακριά,τραγούδησε,κατάδωσε,πουλήθηκε (εξαντλήθηκε),τρίζω
τηρούσε (σε),κολλημένος (σε ή με),κρατιέμαι (από),Καλλιεργούμενος,πολύτιμος,ενθαρρυνόμενος
rattans => Ρατάν, rats (on) => στα ποντίκια, rats => αρουραίοι, rations => μερίδες, rationing (out) => Δεοντολογία (έξω),