Greek Meaning of raunchiness

χυδαιότητα

Other Greek words related to χυδαιότητα

Definitions and Meaning of raunchiness in English

raunchiness

slovenly, dirty, obscene, smutty, very smelly

FAQs About the word raunchiness

χυδαιότητα

slovenly, dirty, obscene, smutty, very smelly

Αδρότητα,Ακαμψία,βρωμιά,βρωμιά,μεικτό,χυδαιότητα,υπαινικτικότητα,κακοποίηση,Ακρότητα,γαλάζιο

ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,Καταλληλότητα,Φυσική κατάσταση

raucousness => θορυβώδης, rattlesnakes => κροταλίες, rattles => κουδούνια, rattlebrain => κουτσομπόλης, ratting (on) => κουτσομπολιό (για),