Greek Meaning of lewdness
ασέλγεια
Other Greek words related to ασέλγεια
- Αδρότητα
- Ακαμψία
- βρωμιά
- βρωμιά
- μεικτό
- ακαθαρσία
- ασέλγεια
- ακολασία
- χυδαιότητα
- υπαινικτικότητα
- κακοποίηση
- Ακρότητα
- γαλάζιο
- εύρος
- αγένεια
- βρωμιά
- βρωμιά
- Αποστροφή
- βρωμιά
- ακαθαρσία
- ταπεινότητα
- κακία
- σκανταλιά
- προσβλητικότητα
- διαστροφή
- βλασφημία
- άσεμνος
- αισχρότητα
- αισχρότητα
- ασέλγεια
- χυδαιότητα
- διαφθορά
- Διαφθορά
- Γήινη ποιότητα
- παιχνιδιάρικο
- Αιδημοσύνη
- απρέπεια
- αναλήθεια
- ατιμία
- αηδία
- προσβλητικότητα
- απεχθές
- διαστροφή
- Εκτροπή
- απωθητικότητα
- κατακριτέο
- απέχθεια
- απωθητικότητα
- Αλατότητα
- απαράδεκτοτητα
- απρέπεια
- ανεπιθυμία
- δυσάρεστο
- κακία
- κατσαρότητα
- διαστροφή
Nearest Words of lewdness
- lewdster => άσεμνος
- lewis => Λιούις
- lewis and clark expedition => Αποστολή Λιούις και Κλαρκ
- lewis carroll => Λιούις Κάρολ
- lewis henry morgan => Λιούις Χένρι Μόργκαν
- lewisia => Λουϊσία
- lewisia cotyledon => Λιούισια κοτυληδόν
- lewisia rediviva => Lewisia rediviva
- lewisson => Λιούισον
- lewiston => Λιούιστον
Definitions and Meaning of lewdness in English
lewdness (n)
the trait of behaving in an obscene manner
FAQs About the word lewdness
ασέλγεια
the trait of behaving in an obscene manner
Αδρότητα,Ακαμψία,βρωμιά,βρωμιά,μεικτό,ακαθαρσία,ασέλγεια,ακολασία,χυδαιότητα,υπαινικτικότητα
ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αξιοπρέπεια,Καταλληλότητα
lewdly => αισχρά, lew => άσεμνος, levynite => λεβινίτης, levyne => Λεβυνίτης, levying => επιβολή,