Greek Meaning of broadness
εύρος
Other Greek words related to εύρος
- γαλάζιο
- Αδρότητα
- Ακαμψία
- αγένεια
- βρωμιά
- Γήινη ποιότητα
- βρωμιά
- βρωμιά
- βρωμιά
- μεικτό
- Αιδημοσύνη
- ακαθαρσία
- ασέλγεια
- αναλήθεια
- ακολασία
- ασέλγεια
- ταπεινότητα
- διαστροφή
- βλασφημία
- αισχρότητα
- Αλατότητα
- χυδαιότητα
- ασέλγεια
- χυδαιότητα
- υπαινικτικότητα
- κακοποίηση
- Διαφθορά
- βρωμιά
- παιχνιδιάρικο
- ακαθαρσία
- απρέπεια
- κακία
- σκανταλιά
- προσβλητικότητα
- διαστροφή
- Εκτροπή
- άσεμνος
- κατακριτέο
- απέχθεια
- απωθητικότητα
- αισχρότητα
- απαράδεκτοτητα
- απρέπεια
- ανεπιθυμία
- κακία
- κατσαρότητα
- αγριότητα
- Ακρότητα
- διαφθορά
- Αποστροφή
- ατιμία
- αηδία
- προσβλητικότητα
- απεχθές
- απωθητικότητα
- δυσάρεστο
- εξαιρετικότητα
- ανανδρία
- διαστροφή
- Κατακριτέο
- χυδαιότητα
Nearest Words of broadness
- broadmouth => πλατύστομος
- broad-mindedness => ανεκτικότητα
- broad-mindedly => ευρύχωρα
- broad-minded => Μεγάλο πνεύμα
- broadly speaking => γενικά
- broadly => ευρέως
- broadloom => Φαρδύς ταπήτας
- broad-leaved twayblade => πλατύφυλλος τριφυλλόρχις
- broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο
- broad-leaved montia => Μοντία η οπισθοφυλλόφυλλος
Definitions and Meaning of broadness in English
broadness (n)
the property of being wide; having great width
broadness (n.)
The condition or quality of being broad; breadth; coarseness; grossness.
FAQs About the word broadness
εύρος
the property of being wide; having great widthThe condition or quality of being broad; breadth; coarseness; grossness.
γαλάζιο,Αδρότητα,Ακαμψία,αγένεια,βρωμιά,Γήινη ποιότητα,βρωμιά,βρωμιά,βρωμιά,μεικτό
Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,decorum,αυταρέσκεια,Φιλαρέσκεια,υποκρισία,ντροπαλότητα,πουριτανισμός,αγνότητα
broadmouth => πλατύστομος, broad-mindedness => ανεκτικότητα, broad-mindedly => ευρύχωρα, broad-minded => Μεγάλο πνεύμα, broadly speaking => γενικά,