Greek Meaning of decorum
decorum
Other Greek words related to decorum
- ευπρέπεια
- Εθιμοτυπία
- περιουσία
- Ευγένεια
- ευγένεια
- αξιοπρέπεια
- Φυσική κατάσταση
- φόρμα
- ευγένεια
- ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- ηθική
- ευγένεια
- φρόνηση
- εκλέπτυνση
- Καταλληλότητα
- προσοχή
- προσοχή
- φροντίδα
- προσοχή
- ορθότητα
- ορθότητα
- δεοντολογία
- Διακριτικότητα
- καλοσύνη
- καλοσύνη
- χάρις
- χάρη
- τιμή
- ευγένεια
- ευγένεια
- Ακεραιότητα
- ευθύτητα
- δικαιοσύνη
- ορθότητα
- αξιοπρέπεια
- ευθύτητα
- ευθύτητα
- αρετή
- Αρετή
- ευγένεια
Nearest Words of decorum
Definitions and Meaning of decorum in English
decorum (n)
propriety in manners and conduct
decorum (n.)
Propriety of manner or conduct; grace arising from suitableness of speech and behavior to one's own character, or to the place and occasion; decency of conduct; seemliness; that which is seemly or suitable.
FAQs About the word decorum
decorum
propriety in manners and conductPropriety of manner or conduct; grace arising from suitableness of speech and behavior to one's own character, or to the place a
ευπρέπεια,Εθιμοτυπία,περιουσία,Ευγένεια,ευγένεια,αξιοπρέπεια,Φυσική κατάσταση,φόρμα,ευγένεια,ειλικρίνεια
Αδρότητα,Ακαμψία,Αγενεια,ακαταλληλότητα,αγένεια,ασέλγεια,Απρέπεια,χυδαιότητα,Κακία,εκφυλισμός
decorticator => μηχάνημα αποφλοίωσης, decortication => αποφλοίωση, decorticating => αποφλοίωση, decorticated => αποφλοιωμένος, decorticate => αποφλοιώνω,