Greek Meaning of etiquette
Εθιμοτυπία
Other Greek words related to Εθιμοτυπία
- τρόπος
- στάση
- decorum
- συμπεριφορά
- φόρμα
- συνήθεια
- λειτουργία
- ηθη
- ευγένεια
- στάση
- Πρακτική
- ιδιότητες
- κανόνες
- αέρας
- Παροχές
- ρουλεμάν
- άμαξα
- Ευπρέπειες
- σύμβαση
- ευγένεια
- συνήθεια
- συμπεριφορά
- μόδα
- Τυπικότητες
- ευγένεια
- Φυσιογνωμία
- μοτίβο
- ευγενικές φράσεις
- ηρεμία
- γυάλισμα
- Πόζα
- εξάσκηση
- παρουσία
- πρωτόκολλο
- στυλ
- τέχνασμα
Nearest Words of etiquette
Definitions and Meaning of etiquette in English
etiquette (n)
rules governing socially acceptable behavior
etiquette (n.)
The forms required by good breeding, or prescribed by authority, to be observed in social or official life; observance of the proprieties of rank and occasion; conventional decorum; ceremonial code of polite society.
FAQs About the word etiquette
Εθιμοτυπία
rules governing socially acceptable behaviorThe forms required by good breeding, or prescribed by authority, to be observed in social or official life; observan
τρόπος,στάση,decorum,συμπεριφορά,φόρμα,συνήθεια,λειτουργία,ηθη,ευγένεια,στάση
No antonyms found.
etiology => αιτιολογία, etiologist => αιτιολογία, etiological => αιτιολογικός, etiologic => αιτιολογικός, etiolation => αετιόληση,