Greek Meaning of mien

Φυσιογνωμία

Other Greek words related to Φυσιογνωμία

Definitions and Meaning of mien in English

Wordnet

mien (n)

dignified manner or conduct

Webster

mien (n.)

Aspect; air; manner; demeanor; carriage; bearing.

FAQs About the word mien

Φυσιογνωμία

dignified manner or conductAspect; air; manner; demeanor; carriage; bearing.

εμφάνιση,στάση,συμπεριφορά,κοίτα,τρόπος,παρουσία,πτυχή,συμπεριφορά,Το παράστημά του,συμπεριφορά

No antonyms found.

midwives => μαία, midwive => μαία, midwinter => μέσα του χειμώνα, midwifery => μαιευτική, midwife toad => Μαία βάτραχος,