Greek Meaning of comportment

συμπεριφορά

Other Greek words related to συμπεριφορά

Definitions and Meaning of comportment in English

Wordnet

comportment (n)

dignified manner or conduct

FAQs About the word comportment

συμπεριφορά

dignified manner or conduct

ενέργειες,συμπεριφορά,συμπεριφορά,διεύθυνση,στάση,ρουλεμάν,χαρακτηριστικός,συμπεριφορά,συμπεριφορά,Τρόποι

No antonyms found.

comport => θύρα, component part => Εξάρτημα, component => συνιστώσα, compo => Κόμπο, comply => συμμορφώνομαι,