Greek Meaning of composedly

με ψυχραιμία

Other Greek words related to με ψυχραιμία

Definitions and Meaning of composedly in English

Wordnet

composedly (r)

in a self-collected or self-possessed manner

FAQs About the word composedly

με ψυχραιμία

in a self-collected or self-possessed manner

ήρεμα,συλλογικά,ήρεμα,Ψυχρά,ψύχραιμα,ειρηνικά,ήρεμα,γαλήνια,αδιάφορα,ταπεινά

ανησυχημένος,αμόκ,ταραγμένος,αμήχανα,απελπισμένα,φρενήρως,φρενήρης,φρενήρης,έντονα,τρελά

composed => συντεθειμένος, compose => συνθέτω, compos mentis => Σωστόμυαλος, comportment => συμπεριφορά, comport => θύρα,