Greek Meaning of harum-scarum

επιπόλαιος

Other Greek words related to επιπόλαιος

Definitions and Meaning of harum-scarum in English

Wordnet

harum-scarum (n)

a reckless impetuous irresponsible person

Wordnet

harum-scarum (s)

cheerfully irresponsible

Wordnet

harum-scarum (r)

in a wild or reckless manner

Webster

harum-scarum (v. t.)

Wild; giddy; flighty; rash; thoughtless.

FAQs About the word harum-scarum

επιπόλαιος

a reckless impetuous irresponsible person, cheerfully irresponsible, in a wild or reckless mannerWild; giddy; flighty; rash; thoughtless.

Τολμηρός,Τολμηρός,απερίσκεπτος,περιπετειώδης,έντονος,απρόσεκτος,Άφοβος,απερίσκεπτος,Με λύσσα,ανεύθυνος

προσεκτικός,προσεκτικός,συνετός,υπεύθυνος,προσεκτικός,ντροπαλός,Υπερβολικά προσεκτικός,υπερβολικά προσεκτικός

hartwort => Μητρύλι (hartwort), hart-tongue => σκoλοπένδρα, hart's-tongue fern => lingua cervina, hart's-tongue => σκολοπένδρα, hartshorn => κέρατο ελαφιού,