Greek Meaning of feckless

απερίσκεπτος

Other Greek words related to απερίσκεπτος

Definitions and Meaning of feckless in English

Wordnet

feckless (s)

not fit to assume responsibility

generally incompetent and ineffectual

Webster

feckless (a.)

Spiritless; weak; worthless.

FAQs About the word feckless

απερίσκεπτος

not fit to assume responsibility, generally incompetent and ineffectualSpiritless; weak; worthless.

αντενδεδειγμένος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,ανεπιτυχής,ανώφελο,αναποτελεσματικός,απρεπής,άχρηστος,άχρηστος,άχρηστος

αποτελεσματικός,πρόσφορο,αποτελεσματικός,αποδοτικός,πρόσφορος,επιτυχής,επωφελής,χρήσιμος,ενεργός,παραγωγικός

fecifork => fecifork, fechner's law => Νόμος του Weber-Fechner, fechner => Φέχνερ, feces => Κόπρανα, fecche => σκατά,