Greek Meaning of abortive
αποβολέα
Other Greek words related to αποβολέα
- ανώφελο
- ανεπιτυχής
- μάταιο
- άκαρπος
- αδύνατο (adynato)
- μάταια
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- Ανεπαρκής
- ασύμφορο
- μάταιος
- μη παραγωγικός
- ασύμφορος
- άχρηστος
- μάταιος
- καμία τύχη **(kamía túchi)
- άγονο
- αντενδεδειγμένος
- άδειος
- κούφιος
- απελπισμένος
- αδρανής
- ανεπαρκής
- αναποτελεσματικός
- έλλειψη
- χαμένος
- άνευ σημασίας
- χωρίς νικητή
- αργός
- άχρηστος
- Απρόσιτος
- άχρηστος
- άχρηστος
- Δεν αξίζει τον κόπο
- άχρηστος
Nearest Words of abortive
Definitions and Meaning of abortive in English
abortive (s)
failing to accomplish an intended result
abortive (v.)
Produced by abortion; born prematurely; as, an abortive child.
Made from the skin of a still-born animal; as, abortive vellum.
Rendering fruitless or ineffectual.
Coming to naught; failing in its effect; miscarrying; fruitless; unsuccessful; as, an abortive attempt.
Imperfectly formed or developed; rudimentary; sterile; as, an abortive organ, stamen, ovule, etc.
Causing abortion; as, abortive medicines.
Cutting short; as, abortive treatment of typhoid fever.
abortive (n.)
That which is born or brought forth prematurely; an abortion.
A fruitless effort or issue.
A medicine to which is attributed the property of causing abortion.
FAQs About the word abortive
αποβολέα
failing to accomplish an intended resultProduced by abortion; born prematurely; as, an abortive child., Made from the skin of a still-born animal; as, abortive
ανώφελο,ανεπιτυχής,μάταιο,άκαρπος,αδύνατο (adynato),μάταια,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,Ανεπαρκής,ασύμφορο
θανατηφόρος,αποτελεσματικός,αποδοτικός,καρποφόρος,παραγωγικός,Κερδοφόρος,επιτυχής,επαρκής,πρόσφορο,αποτελεσματικός
abortionist => εκτρώσας, abortion-inducing drug => Φάρμακο πρόκλησης έκτρωσης, abortional => αμβλωτικός, abortion pill => χάπι έκτρωσης, abortion => άμβλωση,