Greek Meaning of in vain

μάταια

Other Greek words related to μάταια

Definitions and Meaning of in vain in English

Wordnet

in vain (r)

to no avail

FAQs About the word in vain

μάταια

to no avail

ανώφελο,ανεπιτυχής,άχρηστος,μάταιος,αποβολέα,άγονο,άδειος,άκαρπος,αδύνατο (adynato),ανεπαρκής

επαρκής,θανατηφόρος,αποτελεσματικός,αποδοτικός,καρποφόρος,ουσιαστικό,Δυνατός,παραγωγικός,Κερδοφόρος,επιτυχής

in vacuo => στο κενό, in utero => στη μήτρα, in use => εν χρήσει, in two ways => με δύο τρόπους, in turn => με τη σειρά του,