Greek Meaning of aborted
έκτρωση
Other Greek words related to έκτρωση
- εγκαταλελειμμένος
- ματαιωμένο
- ακυρώθηκε
- άχρηστο
- ονομαζόμενος
- έπεσε
- διακοπεί
- Ανακάλεσε
- Καταργηθέν
- ακυρώθηκε
- ακυρώθηκε
- καθαρίστηκε
- Αναστολή
- λήξη
- αποσύρθηκε
- καταργημένο
- ακυρώθηκε
- έσπασε
- ακυρώθηκε
- ακυρώθηκε
- έκλαψε
- διακοπή
- τελείωσε
- ανασταλμένος
- διακοπείσα
- άκυρος
- ακύρωσε
- ανακάλεσε
- παραιτήθηκε
- ανασυρόμενη
- επανακυκλοφόρησε
- σταμάτησε
- παραδόθηκε
- πήρε πίσω
- άκυρη
- διέγραψε
Nearest Words of aborted
Definitions and Meaning of aborted in English
aborted (a.)
Brought forth prematurely.
Rendered abortive or sterile; undeveloped; checked in normal development at a very early stage; as, spines are aborted branches.
FAQs About the word aborted
έκτρωση
Brought forth prematurely., Rendered abortive or sterile; undeveloped; checked in normal development at a very early stage; as, spines are aborted branches.
εγκαταλελειμμένος,ματαιωμένο,ακυρώθηκε,άχρηστο,ονομαζόμενος,έπεσε,διακοπεί,Ανακάλεσε,Καταργηθέν,ακυρώθηκε
συνέχεια,αρραβωνιασμένος,κράτησε,ξεκίνησε,αρχισε,αρχισμένος,υποσχεμένος,ξεκίνησε,δεσμεύτηκε,Ανέλαβε
abort => διακόπτω, aborsive => εκτρωτικός, aborsement => έκτρωση, aborigines => Αβορίγινες, aborigine => Αβοριγένης,