Greek Meaning of undertook

Ανέλαβε

Other Greek words related to Ανέλαβε

Definitions and Meaning of undertook in English

Webster

undertook (imp.)

of Undertake

Webster

undertook ()

imp. of Undertake.

FAQs About the word undertook

Ανέλαβε

of Undertake, imp. of Undertake.

αποδεκτό,υποθετικός,ώμος,υιοθετημένος,απολογούσε,βαρετός,αγκαλιάστηκε,ανέλαβε,προσχώρησε,συμφώνησε

απαράβατος,αρνήθηκε,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,ανακάλεσε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,παραιτήθηκε,αποποιημένο

undertone => απόχρωση, undertime => κάτω από το χρόνο, undertide => παλίρροια, underthing => underthing, under-the-table => κάτω από το τραπέζι,