Greek Meaning of shouldered
ώμος
Other Greek words related to ώμος
- απαράβατος
- Απέφευξε
- αρνήθηκε
- απαρνήθηκε
- αποκήρυξε
- αποκηρυγμένος
- απορριφθείς
- απορριπτόμενος
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- ανασυρόμενη
- περιφρονημένος
- αποσύρθηκε
- πήρε πίσω
- απορρίφθηκε
- εγκαταλελειμμένος
- απέφυγε
- εγκατέλειψε
- ανακάλεσε
- παραιτήθηκε
- ανείπωτο
- απέχεται (από)
- παρακάμφθηκε
- παρακάμψει
- παραιτήθηκε
- απείχε (από)
- παραδόθηκε
- άρνηση
- υποχώρησε
- αποσύρθηκε
- με επιστροφή
Nearest Words of shouldered
Definitions and Meaning of shouldered in English
shouldered (a)
having shoulders or shoulders as specified; usually used as a combining form
shouldered (imp. & p. p.)
of Shoulder
shouldered (a.)
Having shoulders; -- used in composition; as, a broad-shouldered man.
FAQs About the word shouldered
ώμος
having shoulders or shoulders as specified; usually used as a combining formof Shoulder, Having shoulders; -- used in composition; as, a broad-shouldered man.
αποδεκτό,υποθετικός,βαρετός,Ανέλαβε,υιοθετημένος,αγκαλιάστηκε,ανέλαβε,προσχώρησε,συμφώνησε,απολογούσε
απαράβατος,Απέφευξε,αρνήθηκε,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,απορριφθείς,απορριπτόμενος,παραιτήθηκε,αποποιημένο
shoulder vise => Βάση ώμου, shoulder strap => Λουρί ώμου, shoulder patch => Επώμιο, shoulder pad => επωμίδες, shoulder mark => επίωμο,