Greek Meaning of stood by
στάθηκε
Other Greek words related to στάθηκε
- υπερασπίστηκε
- τηρούσε (σε)
- κρατιέμαι (από)
- κολλημένος (σε ή με)
- αποδεκτό
- υιοθετημένος
- απολογούσε
- επιβεβαιωμένο
- Καλλιεργούμενος
- αγκαλιάστηκε
- ενέκρινε
- ακολούθησε
- ενισχυμένη
- υποστηριζόμενος
- διατήρησε
- τηρήθηκε
- με την υποστήριξη
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- πρωταθλητής
- πολύτιμος
- επιβεβλημένος
- αρραβωνιασμένος
- ενθαρρυνόμενος
- έδωσε προσοχή
- εγκεκριμένος
- ενισχυμένο
- εγκαταλελειμμένος
- έρημος
- εγκατέλειψε
- παραιτήθηκε
- παραιτήθηκε
- ανασυρόμενη
- ακυρώθηκε
- περιφρονημένος
- αποσύρθηκε
- λιποτάκτης (από)
- διαφώνησε (με)
- παραιτήθηκε
- Ανακάλεσε
- παραδόθηκε
- πήρε πίσω
- απαράβατος
- άρνηση
- αρνηθεί
- αποκηρυγμένος
- διαψευσμένος
- αμφισβητούμενο
- διαψεύστηκε
- ανακάλεσε
- διαψεύστηκε
- αποποιημένο
- Αντιφατικός
- αμφιλεγόμενος
- αθέτησε
- απαρνήθηκε
- αποκήρυξε
- αρνήθηκε
- αρνητικό
- ανείπωτο
- υποχώρησε
- αποσύρθηκε
- με επιστροφή
- αρνημένο
Nearest Words of stood by
Definitions and Meaning of stood by in English
stood by
of, relating to, or traveling by an airline service in which the passenger must wait for an available unreserved seat, to remain apart or aloof, as a standby passenger, held near at hand and ready for use, one available or to be relied on especially in emergencies, to remain loyal or faithful to, relating to the act of standing by, of or relating to a mode of transportation (as airline service) in which the passengers must wait for an available unreserved spot, to be present, relating to the act or condition of standing by, a favorite or reliable choice or resource, to be or to get ready to act, to remain loyal or faithful, on a standby basis, one to be relied on especially in emergencies, ready or available for immediate action or use, one that is held in reserve ready for use
FAQs About the word stood by
στάθηκε
of, relating to, or traveling by an airline service in which the passenger must wait for an available unreserved seat, to remain apart or aloof, as a standby pa
υπερασπίστηκε,τηρούσε (σε),κρατιέμαι (από),κολλημένος (σε ή με),αποδεκτό,υιοθετημένος,απολογούσε,επιβεβαιωμένο,Καλλιεργούμενος,αγκαλιάστηκε
εγκαταλελειμμένος,έρημος,εγκατέλειψε,παραιτήθηκε,παραιτήθηκε,ανασυρόμενη,ακυρώθηκε,περιφρονημένος,αποσύρθηκε,λιποτάκτης (από)
stood (up) => Στάθηκε (πάνω), stood => στάθηκε, stoniness => πετρώδες, stoney => πετρώδης, stone's throws => κατά πέτρα,