Greek Meaning of abided by
τηρήθηκε
Other Greek words related to τηρήθηκε
- ακολούθησε
- υπάκουσα
- τηρούσε (σε)
- συμμορφώθηκε (με)
- σύμφωνο με
- νους
- Παρατηρήθηκε
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνημένο (με)
- αναβληθέν (σε)
- συνάντησε
- χηνικό βήμα (προς)
- τηρήθηκε σε
- υποτελής (σε)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- παρακολούθησε
- άκουσε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- σημείωσε
- παρατήρησε
- θεωρείται
- πήρε
- κοίταζε
- συμφωνώ (με)
- Συνένεσε (σε)
- άκουσε
- εξετάζω
- τόλμησε
- αψήφησε
- Σκηνοθετημένο
- ανυπάκουσε
- οδήγησε
- απορριφθείς
- βουρτσισμένος (μακριά)
- παρέλειψε
- εξεγέρθηκε (ενάντια)
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- Χρεοκοπημενος
- απολυμένος
- υποχρεωμένος
- παραβιασμένο
- αντίθετο
- παραβλεπόμενος
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- επαναστατημένος
- σήκωσε τους ώμους
- απενεργοποιημένο
- παραβιασμένο
- έδειξε αντίσταση
- αμφισβητούμενος
- κοροϊδεμένος
- αμφισβητούμενο
- παραβίασε
- πολέμησε
- χλεύασε
- ξεπερασμένος
- αντιστάθηκε
- περιφρονημένος
- παραβιάζω
- άντεξε
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- (στασίασαν (κατά))
- εξαντλημένος
- υποτίμησε
- κοροϊδεύω
Nearest Words of abided by
Definitions and Meaning of abided by in English
abided by
last entry 1 sense 1, endure, to live or continue in a place, to continue in a place, to wait for, to conform to, to remain stable or fixed in a state, to accept without objection, to endure without yielding, to bear patiently
FAQs About the word abided by
τηρήθηκε
last entry 1 sense 1, endure, to live or continue in a place, to continue in a place, to wait for, to conform to, to remain stable or fixed in a state, to accep
ακολούθησε,υπάκουσα,τηρούσε (σε),συμμορφώθηκε (με),σύμφωνο με,νους,Παρατηρήθηκε,προσχωρώ (σε),συμφωνημένο (με),αναβληθέν (σε)
εξετάζω,τόλμησε,αψήφησε,Σκηνοθετημένο,ανυπάκουσε,οδήγησε,απορριφθείς,βουρτσισμένος (μακριά),παρέλειψε,εξεγέρθηκε (ενάντια)
abided (beyond) => τηρήθηκε (πέρα από), abided => έμεινε, abide (beyond) => ξεπερνώ, abhorrences => αποτροπιασμοί, abettors => Συνένοχοι,