Greek Meaning of brushed (off)
βουρτσισμένος (μακριά)
Other Greek words related to βουρτσισμένος (μακριά)
- απολυμένος
- απορριπτόμενος
- εξεγέρθηκε (ενάντια)
- κοροϊδεύω
- σήκωσε τους ώμους
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- αψήφησε
- ανυπάκουσε
- υποχρεωμένος
- παραβίασε
- χλεύασε
- περιφρονημένος
- (στασίασαν (κατά))
- παρέλειψε
- εξαντλημένος
- υποτίμησε
- επαναστατημένος
- απενεργοποιημένο
- παραβιασμένο
- Χρεοκοπημενος
- έδειξε αντίσταση
- αμφισβητούμενος
- αμφισβητούμενο
- πολέμησε
- παραβιασμένο
- αντίθετο
- παραβλεπόμενος
- ξεπερασμένος
- αντιστάθηκε
- παραβιάζω
- άντεξε
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- εξυπηρετείται
- συμφωνημένο (με)
- παραδόθηκε (σε)
- παραδέχθηκε (σε)
- αναβληθέν (σε)
- σκύβω (προς)
- υποτελής (σε)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- άκουσε
- κράτησε
- υποχρεωμένος
- Παρατηρήθηκε
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνώ (με)
- Συνένεσε (σε)
- συνεργάστηκε (με)
- χηνικό βήμα (προς)
- άκουσε
- παρακολούθησε
- ακολούθησε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- σημείωσε
- παρατήρησε
- υπάκουσα
- θεωρείται
- κοίταζε
- συμμορφώθηκε (με)
- σύμφωνο με
Nearest Words of brushed (off)
- brushed (aside or off) => βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά)
- brush (off) => Βούρτσα (σβηστή)
- brush (aside or off) => βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω)
- brunts => μώλωπες
- brumes => ομίχλη
- bruits => θόρυβοι
- bruiting (about) => θορυβώδες, διαδιδόμενο
- bruit (about) => θόρυβος (για)
- bruises => μώλωπες
- browses => Περιηγείται
- brushes => Πινέλα
- brushes (off) => να βουρτσίσει (από)
- brushing (aside or off) => σκούπισμα (παράμερα ή μακριά)
- brushing (off) => βούρτσισμα (από)
- brushwoods => βούρτσες
- Brussels laces => Δαντέλα Βρυξελλών
- brutes => οι κτήνη
- brutishness => βαρβαρότητα
- bubblehead => Φουσκωτός
- bubbleheads => Φουσκαλοκέφαλοι
Definitions and Meaning of brushed (off) in English
brushed (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word brushed (off)
βουρτσισμένος (μακριά)
απολυμένος,απορριπτόμενος,εξεγέρθηκε (ενάντια),κοροϊδεύω,σήκωσε τους ώμους,κλείνω το μάτι (σε κάποιον),αψήφησε,ανυπάκουσε,υποχρεωμένος,παραβίασε
εξυπηρετείται,συμφωνημένο (με),παραδόθηκε (σε),παραδέχθηκε (σε),αναβληθέν (σε),σκύβω (προς),υποτελής (σε),παραδόθηκε (σε),υποχώρησε (σε),άκουσε
brushed (aside or off) => βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά), brush (off) => Βούρτσα (σβηστή), brush (aside or off) => βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω), brunts => μώλωπες, brumes => ομίχλη,