Greek Meaning of brushing (off)

βούρτσισμα (από)

Other Greek words related to βούρτσισμα (από)

Definitions and Meaning of brushing (off) in English

brushing (off)

No definition found for this word.

FAQs About the word brushing (off)

βούρτσισμα (από)

απορρίπτω,Απορριπτικός,επαναστατώ (ενάντια),σκωπτικός για,Απορρίπτω,κλείσιμο ματιού σε,αψηφώντας,ανυπακοή,παραβίαση,αγνοώντας

σερβίρισμα,παραδίδομαι (σε),,συνεργασία (με),αναβολή (σε),Κάμψη,υποταγή (σε),παραδίδεται σε,Εύπλαστος (προς),φύλαξη

brushing (aside or off) => σκούπισμα (παράμερα ή μακριά), brushes (off) => να βουρτσίσει (από), brushes => Πινέλα, brushed (off) => βουρτσισμένος (μακριά), brushed (aside or off) => βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),