Greek Meaning of revolting (against)
επαναστατικός (ενάντια)
Other Greek words related to επαναστατικός (ενάντια)
- βούρτσισμα (από)
- (στάση (εναντίον))
- διερχόμενος
- επαναστατώ (ενάντια)
- σκωπτικός για
- Συντονισμός
- κλείσιμο ματιού σε
- αψηφώντας
- απορρίπτω
- ανυπακοή
- αγενής
- αγνοώντας
- αγνοώντας
- χλευαστικός
- θέα
- Απορριπτικός
- Απορρίπτω
- παραβίαση
- τραντάγματα
- αμφισβητώντας
- μάχη
- παραβίαση
- παραβίαση
- αντίθετος
- προσπέραση
- αντιστάμενο
- παραβαίνει
- παραβιάζοντας
- αντέχω
- καταπολέμηση
- Καταπολέμηση
- διαγωνιζόμενος
- κακάω
- υποτιμάω
- περιφρόνηση
- επόμενος
- Υπάκουος
- σύμφωνοι με
- σύμφωνος (με)
- συνεργασία (με)
- αναβολή (σε)
- Κάμψη
- υποταγή (σε)
- παραδίδεται σε
- Εύπλαστος (προς)
- έχοντας υπόψη
- σερβίρισμα
- ένταξη (σε)
- (συναινεῖν σε)
- συμφωνία (με)
- συγκατάθεση σε
- παραδίδομαι (σε)
- Βήματα χήνας (σε)
- ακούω (κάτι)
- παρών
- ακρόαση
- δίνοντας σημασία
- φύλαξη
- σήμανση
- παρατηρώντας
- σημειώνοντας
- προθυμος
- παρατηρώντας
- σχετικά
- παρακολούθηση
Nearest Words of revolting (against)
- revolts => εξεγέρσεις
- revolutionaries => επαναστάτες
- revolutionists => επαναστάτες
- revolutionized => επαναστατικό
- revolutionizer => επαναστάτης
- revolutions => επαναστάσεις
- revolvers => περίστροφα
- revolving doors => περιστρεφόμενες πόρτες
- revved (up) => επιταχυνόμενος
- revving (up) => επιτάχυνση (του ρυθμού)
Definitions and Meaning of revolting (against) in English
revolting (against)
No definition found for this word.
FAQs About the word revolting (against)
επαναστατικός (ενάντια)
βούρτσισμα (από),(στάση (εναντίον)),διερχόμενος,επαναστατώ (ενάντια),σκωπτικός για,Συντονισμός,κλείσιμο ματιού σε,αψηφώντας,απορρίπτω,ανυπακοή
επόμενος,Υπάκουος,σύμφωνοι με,,σύμφωνος (με),συνεργασία (με),αναβολή (σε),Κάμψη,υποταγή (σε),παραδίδεται σε
revolted (against) => επαναστατημένος, revolt (against) => εξέγερση (κατά), revokes => ανακαλεί, revivifying => αναζωογονητικό, revivifications => ανανήψεις,