Greek Meaning of revolutionized
επαναστατικό
Other Greek words related to επαναστατικό
- τροποποιημένο
- αλλαγμένος
- μεταμορφωμένος
- τροποποιημένο
- ανακαινισμένο
- αναθεωρημένο
- Μεταμορφωμένος
- μεταλλαγμένος
- εργαζόμενος
- μετατραπεί
- παραμορφωμένος
- ανταλλάχθηκε
- ξαναφτιαγμένο
- μεταμορφωμένος
- μεταλλαγμένος
- ανακατασκευάζω
- ξαναέκανε
- αναδιαμορφωμένο
- αναγεννημένος
- ξαναφτιάχτηκε
- Επανεξοπλισμένος
- ανανεωμένο
- επανεξετασμένο
- ποικίλω
Nearest Words of revolutionized
- revolutionists => επαναστάτες
- revolutionaries => επαναστάτες
- revolts => εξεγέρσεις
- revolting (against) => επαναστατικός (ενάντια)
- revolted (against) => επαναστατημένος
- revolt (against) => εξέγερση (κατά)
- revokes => ανακαλεί
- revivifying => αναζωογονητικό
- revivifications => ανανήψεις
- revives => αναβιώνει
Definitions and Meaning of revolutionized in English
revolutionized
to overthrow the established government of, to change fundamentally or completely, to cause a person to become a revolutionist, to imbue with revolutionary doctrines, to change greatly or completely, to engage in revolution
FAQs About the word revolutionized
επαναστατικό
to overthrow the established government of, to change fundamentally or completely, to cause a person to become a revolutionist, to imbue with revolutionary doct
τροποποιημένο,αλλαγμένος,μεταμορφωμένος,τροποποιημένο,ανακαινισμένο,αναθεωρημένο,Μεταμορφωμένος,μεταλλαγμένος,εργαζόμενος,μετατραπεί
σταθερός,σετ,σταθεροποιημένο,κατεψυγμένο
revolutionists => επαναστάτες, revolutionaries => επαναστάτες, revolts => εξεγέρσεις, revolting (against) => επαναστατικός (ενάντια), revolted (against) => επαναστατημένος,