Greek Meaning of made over
ξαναφτιαγμένο
Other Greek words related to ξαναφτιαγμένο
- μετατραπεί
- μεταμορφωμένος
- προσαρμοσμένο
- αλχημικά
- τροποποιημένο
- μεταμορφωμένος
- ξαναφτιάχτηκε
- ανακαινισμένο
- αντικατέστησε
- επανεξετασμένο
- Μεταμορφωμένος
- μεταλλαγμένος
- μεταστοιχειωμένος
- παραμορφωμένος
- παραμορφωμένο
- Διαστρεβλωμένο
- τροποποιημένο
- μεταλλαγμένος
- ανακατασκευάζω
- επαναπροσδιορισμένος
- επανασχεδιάζω
- μηχανική ανακατασκευή
- αναδιαμορφωμένο
- αναγεννημένος
- ανανεωμένο
- αναθεωρημένο
- αντικαταστάθηκε
- εκτοπισμένος
- ποικίλω
Nearest Words of made over
- made out => φτιαγμένος
- made one's flesh creep => Μου προκάλεσε ανατριχίλες
- made one's flesh crawl => έκανε το κρέας του να συρθεί
- made off with => έφυγε με
- made off => σβηστό
- made much of => έκανε πολύ
- made it (through) => τα κατάφερε (μέσα από)
- made good on => πραγματοποίησε
- made good for => έκανε καλό για
- made good => κατόρθωσε
Definitions and Meaning of made over in English
made over
reform entry 1 sense 1, to transfer the title of (property), to transfer the title of, a changing of a person's appearance (as by the use of cosmetics or a different hairstyle), remake, remodel, reform sense 1, an act or instance of making over, remake, remodel, redesign
FAQs About the word made over
ξαναφτιαγμένο
reform entry 1 sense 1, to transfer the title of (property), to transfer the title of, a changing of a person's appearance (as by the use of cosmetics or a diff
μετατραπεί,μεταμορφωμένος,προσαρμοσμένο,αλχημικά,τροποποιημένο,μεταμορφωμένος,ξαναφτιάχτηκε,ανακαινισμένο,αντικατέστησε,επανεξετασμένο
απαλλοτριωμένο
made out => φτιαγμένος, made one's flesh creep => Μου προκάλεσε ανατριχίλες, made one's flesh crawl => έκανε το κρέας του να συρθεί, made off with => έφυγε με, made off => σβηστό,