Greek Meaning of transubstantiated

μεταστοιχειωμένος

Other Greek words related to μεταστοιχειωμένος

Definitions and Meaning of transubstantiated in English

transubstantiated

to undergo transubstantiation, to change into another substance, to effect transubstantiation in (sacramental bread and wine)

FAQs About the word transubstantiated

μεταστοιχειωμένος

to undergo transubstantiation, to change into another substance, to effect transubstantiation in (sacramental bread and wine)

μετατραπεί,μεταμορφωμένος,αλχημικά,μεταμορφωμένος,ξαναφτιάχτηκε,ανακαινισμένο,αντικατέστησε,επανεξετασμένο,Μεταμορφωμένος,μεταλλαγμένος

No antonyms found.

transports => μεταφορές, transplants => μεταμοσχεύσεις, transparentized => διαφανές, transmutes => μεταμορφώνει, transmutations => μεταστοιχειώσεις,