Greek Meaning of remade

ξαναφτιάχτηκε

Other Greek words related to ξαναφτιάχτηκε

Definitions and Meaning of remade in English

Webster

remade ()

imp. & p. p. of Remake.

FAQs About the word remade

ξαναφτιάχτηκε

imp. & p. p. of Remake.

τροποποιημένο,αλλαγμένος,τροποποιημένο,ανακαινισμένο,επανεξετασμένο,μεταμορφωμένος,ανακατασκευάζω,ξαναέκανε,αναδιαμορφωμένο,ανανεωμένο

σταθερός,σετ,κατεψυγμένο,σταθεροποιημένο

rem sleep => Ταχεία κίνηση των ματιών στον ύπνο, rem => REM, relyric => ξαναγράψτε τους στίχους, relying => βασίζονται, rely upon => βασίζομαι σε κάτι,