Greek Meaning of relying
βασίζονται
Other Greek words related to βασίζονται
Nearest Words of relying
Definitions and Meaning of relying in English
relying (p. pr. & vb. n.)
of Rely
FAQs About the word relying
βασίζονται
of Rely
μέτρηση,Ανάλογα,στηριζόμενος,υπολογίζοντας,επικαλούμενος,που αναζητά,στέκεται επί,εμπιστευτικός,στηριζόμενος σε,καλώντας
ερώτηση,υποψιαζόμενος,καχύποπτος,καχύποπτος
rely upon => βασίζομαι σε κάτι, rely on => Βασίζομαι, rely => βασίζω, relumining => Επανάφωτισμος, reluming => Επανάφλεξη,