FAQs About the word relying

βασίζονται

of Rely

μέτρηση,Ανάλογα,στηριζόμενος,υπολογίζοντας,επικαλούμενος,που αναζητά,στέκεται επί,εμπιστευτικός,στηριζόμενος σε,καλώντας

ερώτηση,υποψιαζόμενος,καχύποπτος,καχύποπτος

rely upon => βασίζομαι σε κάτι, rely on => Βασίζομαι, rely => βασίζω, relumining => Επανάφωτισμος, reluming => Επανάφλεξη,