Greek Meaning of varied
ποικίλω
Other Greek words related to ποικίλω
- διάφορα
- ποικίλος
- εκλεκτικός
- μικτός
- χαοτικός
- ετερογενής
- αδιάκριτος
- ακατάστατος
- διάφορα
- Πατσγουόρκ
- διάφοροι
- ενωμένος
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωμένος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- λειωμένος
- Υβρίδιο
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- αναμεμιγμένα
- ποικιλόμορφος
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- νεροχύτης
- κουρελιασμένος
Nearest Words of varied
- varied lorikeet => Ποικιλόχρους λορίκατος
- variedness => Ποικιλία
- variegate => ποικίλος
- variegated => ποικίλος
- variegated horsetail => ποικιλόχρων αλογοουρά
- variegated scouring rush => Καλαμάκι ποικιλόχρωμο
- variegating => ποικιλοχρωμία
- variegation => Ποικιλότητα
- varier => Διαφορετικός
- varietal => Ποικιλία
Definitions and Meaning of varied in English
varied (a)
characterized by variety
varied (s)
widely different
broken away from sameness or identity or duplication
varied (a.)
Changed; altered; various; diversified; as, a varied experience; varied interests; varied scenery.
varied (imp. & p. p.)
of Vary
FAQs About the word varied
ποικίλω
characterized by variety, widely different, broken away from sameness or identity or duplicationChanged; altered; various; diversified; as, a varied experience;
διάφορα,ποικίλος,εκλεκτικός,μικτός,χαοτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,ακατάστατος,διάφορα,Πατσγουόρκ
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,όμοιος
varicous => κιρσοί, varicotomy => Φλεβεκτομή, varicosity => Κιρσοειδής διαστολή, varicosis => Κιρσοί, varicose vein => Κιρσός,