Greek Meaning of littered

σκορπισμένα

Other Greek words related to σκορπισμένα

Definitions and Meaning of littered in English

Wordnet

littered (s)

filled or scattered with a disorderly accumulation of objects or rubbish

Webster

littered (imp. & p. p.)

of Litter

FAQs About the word littered

σκορπισμένα

filled or scattered with a disorderly accumulation of objects or rubbishof Litter

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,Βρόμικος,μπλεγμένος,ακατάστατος,απρόσεκτος,μπερδεμένος,αναποδογύρισμα,μαυρισμένος

αντισηπτικό,Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,Κροκαλένια,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,καθαρός,παραγγελθέντα

litterbug => Ρυπαίνων, litterbin => κάδος απορριμμάτων, litter-bearer => Φορείο, litter-basket => κάδος απορριμμάτων, litterateur => λογοτέχνης,