Greek Meaning of mussy

ακατάστατος

Other Greek words related to ακατάστατος

Definitions and Meaning of mussy in English

Wordnet

mussy (s)

dirty and disorderly

Webster

mussy (a.)

Disarranged; rumpled.

FAQs About the word mussy

ακατάστατος

dirty and disorderlyDisarranged; rumpled.

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,Βρόμικος,σκορπισμένα,ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος,μαυρισμένος,μουντός

αντισηπτικό,Καθαρός,καθαρισμένος,Κροκαλένια,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,μεθοδικός,καθαρός,παραγγελθέντα

mussulmans => μουσουλμάνοι, mussulmanly => μουσουλμανικά, mussulmanism => Ισλάμ, mussulmanish => μουσουλμανικός, mussulmanic => μουσουλμανικός,