Greek Meaning of frowsy

ατημέλητος

Other Greek words related to ατημέλητος

Definitions and Meaning of frowsy in English

Wordnet

frowsy (s)

negligent of neatness especially in dress and person; habitually dirty and unkempt

FAQs About the word frowsy

ατημέλητος

negligent of neatness especially in dress and person; habitually dirty and unkempt

παλιομοδίτικος,ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος,φουσκωμένος,φουσκωτός

σικ,καλοντυμένος,αριστοκρατικός,μοντέρνος,μοντέρνος,οργανωμένος,κοφτερός,έξυπνος,έλατο,κομψό

frowsty => μούχλιασμα, frowny => κατσουφιασμένο, frowningly => με ζαρωμένο το μέτωπο, frowning => συνοφρυωμένος, frowned => συνοφρυωμένος,