Greek Meaning of dolled up
ντυμένη στην πένα
Other Greek words related to ντυμένη στην πένα
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- μουντός
- Βρόμικος
- φάουλ
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- βρώμικος
- ανακατεμένα
- βρώμικο
- τριβή
- ατημέλητος
- ύπουλος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- Λεκιασμένος
- Ακάθαρτος
- αχτένιστο
- παλιομοδίτικος
- άκομψος
- ξεπερασμένος
- άκομψος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- Μολυσμένο
Nearest Words of dolled up
Definitions and Meaning of dolled up in English
dolled up (s)
dressed in fancy or formal clothing
FAQs About the word dolled up
ντυμένη στην πένα
dressed in fancy or formal clothing
μοντέρνος,σικ,καλοντυμένος,επίσημος,κομψός,επίσημος,σε,καλοντυμένος,έξυπνος,έλατο
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,τσαλακωμένος,φθαρμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος
dollarfish => Δολάριο, dollardee => δολάριο, dollar volume => Όγκος σε δολάρια, dollar sign => Σύμβολο δολαρίου, dollar mark => Σύμβολο δολλαρίου,