Greek Meaning of wrinkled
ρυτιδωμένος
Other Greek words related to ρυτιδωμένος
- χαοτικός
- ακατάστατο
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατος
- μπερδεμένος
- ανακατεμένα
- τσαλακωμένος
- τριχωτός
- αχτένιστο
- μαυρισμένος
- φουσκωμένος
- μουντός
- παλιομοδίτικος
- ατημέλητος
- χάλασε
- ακατάστατος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- ύπουλος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- Λεκιασμένος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- λερωμένος
- φουσκωτός
- Βρόμικος
- φάουλ
- ατημέλητος
- βρώμικος
- βρώμικος
- γκράντζι
- χαμηλής ποιότητας
- σλοβένικος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- άθλιος
- Ακάθαρτος
- ακάθαρτα
- ατημέλητος
- βρώμικος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- Μολυσμένο
- σικ
- καλοντυμένος
- αριστοκρατικός
- μοντέρνος
- κοφτερός
- έξυπνος
- έλατο
- κομψό
- προσεκτικός
- Καθαρός
- καθαρισμένος
- χτενισμένο
- ντυμένη στην πένα
- απαιτητικός
- επιλεκτικός
- καλλωπισμένος
- σχολαστικός
- μοντέρνος
- καθαρός
- παραγγελθέντα
- οργανωμένος
- λαμπερά
- άψογος
- ανοξείδωτο
- τακτοποιημένος
- Καθαρά
- άμωμος
- αμόλυντος
- αμόλυντος
Nearest Words of wrinkled
Definitions and Meaning of wrinkled in English
wrinkled (a)
marked by wrinkles
(of linens or clothes) not ironed
wrinkled (imp. & p. p.)
of Wrinkle
FAQs About the word wrinkled
ρυτιδωμένος
marked by wrinkles, (of linens or clothes) not ironedof Wrinkle
χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,αποδιοργανωμένος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατος,μπερδεμένος,ανακατεμένα
σικ,καλοντυμένος,αριστοκρατικός,μοντέρνος,κοφτερός,έξυπνος,έλατο,κομψό,προσεκτικός,Καθαρός
wrinkle => ρυτίδα, wringstaves => μοχλοί στρέψης, wringstaff => στίφτης, wringing => στύψιμο, wringer => στίφτης,