FAQs About the word wrinkly

Ρυτιδιασμένος

marked by wrinklesFull of wrinkles; having a tendency to be wrinkled; corrugated; puckered.

Πτυχή,αύλακα,Ζαρώματα,αυλάκωση,στένωμα,στρώμα,βρόχος,πλεξούδα,Πτυχή,στρώμα

κλώνος,Αντίγραφο,αντίγραφο,διπλοτυπία,μίμηση,replica,Αναπαραγωγή,Αντίγραφο με άνθρακα,εξαπατώ,Φαξ

wrinkling => τσάκισμα, wrinkle-resistant => Αντιρυτιδικό, wrinkleproof => αντισυρρικνώσιμο, wrinkleless => χωρίς ρυτίδες, wrinkled => ρυτιδωμένος,