Greek Meaning of frowny

κατσουφιασμένο

Other Greek words related to κατσουφιασμένο

Definitions and Meaning of frowny in English

Webster

frowny (a.)

Frowning; scowling.

FAQs About the word frowny

κατσουφιασμένο

Frowning; scowling.

Γκριμάτσα,Σύνοφρυς,Πρόσωπο,γρύλισμα,κοίτα,σκυθρωπός,Χαμηλότερος,Μούτρα,στόμα,Κουρεύω

χαμόγελο,χαμόγελο,γέλιο

frowningly => με ζαρωμένο το μέτωπο, frowning => συνοφρυωμένος, frowned => συνοφρυωμένος, frown upon => καταδικάζω, frown on => βλέπω με δυσφορία,