FAQs About the word squinch

Τρομπέτα

a small arch built across the interior angle of two walls (usually to support a spire), crouch down, draw back, as with fear or pain, cross one's eyes as if in

σκύβω,ομάδα,καναπές,διαίσθηση,Καθίσματα,κουλουριάζω,σκύβω,τσαλακώνω

ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ισιώνω,ξετυλίγω

squillidae => Σκουηλίδες, squilla => γαρίδα, squill => Σκίλλα, squilgeeing => σκουήγγι, squilgeed => στραγγισμένο,