Greek Meaning of frowning

συνοφρυωμένος

Other Greek words related to συνοφρυωμένος

Definitions and Meaning of frowning in English

Wordnet

frowning (s)

showing displeasure or anger

Webster

frowning (p. pr. & vb. n.)

of Frown

FAQs About the word frowning

συνοφρυωμένος

showing displeasure or angerof Frown

εκτυφλωτικός,κατσούφης,γκρι,γκρί,απειλητικός,χαμήλωμα,κατσούφης,κατσούφης,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα

χαμογελαστός,φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερός,ηλιόλουστος

frowned => συνοφρυωμένος, frown upon => καταδικάζω, frown on => βλέπω με δυσφορία, frown line => Ρυτίδα στο μέτωπο, frown => συνοφρυώνομαι,