Greek Meaning of glowering

κατσούφης

Other Greek words related to κατσούφης

Definitions and Meaning of glowering in English

Wordnet

glowering (s)

showing a brooding ill humor

Webster

glowering (p. pr. & vb. n.)

of Glower

FAQs About the word glowering

κατσούφης

showing a brooding ill humorof Glower

συνοφρυωμένος,εκτυφλωτικός,γκρί,απειλητικός,χαμήλωμα,κατσούφης,κατσούφης,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός

χαμογελαστός,φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερός,αστρικός, λαμπερός

glowered => συνοφρυώθηκε, glowed => λάμπει, glowbard => λάμψη, glow tube => Λάμπα εκκένωσης, glow lamp => Λάμπα πυρακτώσεως,