Greek Meaning of beaming
χαμογελαστός
Other Greek words related to χαμογελαστός
- φωτεινό
- εκτυφλωτικός
- αναβοσβήνει
- λαμπερό
- φωτεινό
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπερός
- λαμπερός
- εκθαμβωτικός
- φλεγόμενος
- τυφλωτική
- εξαιρετικό
- καίγοντας
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- σαφής
- Λαμπερός
- φλογερός
- φλεγόμενος
- τρεμόπαιγμα
- λαμπερός
- κλεφτή
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- διαφανής
- Σαφής
- λαμπερός
- γυαλισμένο
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερό
- έλαμψε
- λαμπερά
- υπέροχος
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- φλογερός
- γυαλισμένο
- Κορούσκαντ
- φλεγόμενος
- κόσμημα
- εκτυφλωτικός
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- φλογερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερός
- ηλιόλουστος
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- καύση
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of beaming
Definitions and Meaning of beaming in English
beaming (s)
cheerful and bright
pleased and proud
radiating or as if radiating light
beaming (p. pr. & vb. n.)
of Beam
beaming (a.)
Emitting beams; radiant.
FAQs About the word beaming
χαμογελαστός
cheerful and bright, pleased and proud, radiating or as if radiating lightof Beam, Emitting beams; radiant.
φωτεινό,εκτυφλωτικός,αναβοσβήνει,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερός,λαμπερός,εκθαμβωτικός
μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό,ασαφής
beaminess => λάμψη, beamily => λαμπερά, beamful => λαμπερός, beam-ends => άκρα της δοκού, beamed => ακτινοβόλος,