Greek Meaning of flashing
αναβοσβήνει
Other Greek words related to αναβοσβήνει
- φλεγόμενος
- τυφλωτική
- φλεγόμενος
- φλεγόμενος
- τρεμόπαιγμα
- κλεφτή
- εκτυφλωτικός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερά
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- φλογερός
- χαμογελαστός
- καίγοντας
- γυαλισμένο
- Κορούσκαντ
- εκτυφλωτικός
- φλογερός
- κόσμημα
- λαμπερός
- φωτεινό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- διαφανής
- φωτεινό
- γυαλισμένο
- λαμπερός
- φλογερός
- έλαμψε
- λαμπερός
- λαμπερός
- ηλιόλουστος
- καύση
- εκθαμβωτικός
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- σαφής
- Λαμπερός
- λαμπερός
- Σαφής
- λαμπερός
- λαμπερός
- λαμπερό
- υπέροχος
- λαμπρό
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of flashing
Definitions and Meaning of flashing in English
flashing (n)
a short vivid experience
sheet metal shaped and attached to a roof for strength and weatherproofing
flashing (p. pr. & vb. n.)
of Flash
flashing (n.)
The creation of an artifical flood by the sudden letting in of a body of water; -- called also flushing.
Pieces of metal, built into the joints of a wall, so as to lap over the edge of the gutters or to cover the edge of the roofing; also, similar pieces used to cover the valleys of roofs of slate, shingles, or the like. By extension, the metal covering of ridges and hips of roofs; also, in the United States, the protecting of angles and breaks in walls of frame houses with waterproof material, tarred paper, or the like. Cf. Filleting.
The reheating of an article at the furnace aperture during manufacture to restore its plastic condition; esp., the reheating of a globe of crown glass to allow it to assume a flat shape as it is rotated.
A mode of covering transparent white glass with a film of colored glass.
FAQs About the word flashing
αναβοσβήνει
a short vivid experience, sheet metal shaped and attached to a roof for strength and weatherproofingof Flash, The creation of an artifical flood by the sudden l
φλεγόμενος,τυφλωτική,φλεγόμενος,φλεγόμενος,τρεμόπαιγμα,κλεφτή,εκτυφλωτικός,λαμπερό,λαμπερός,λαμπερό
μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,βαρετό,σκοτεινός,θαμπό,ασαφής,ασβόλωτο
flashiness => επιδειξιομανία, flashily => Επιδεικτικά, flashgun => φλας, flash-frozen => Aστραπιαία κατεψυγμένο, flash-freeze => Γρήγορη κατάψυξη,