Greek Meaning of lucent

διαφανής

Other Greek words related to διαφανής

Definitions and Meaning of lucent in English

Wordnet

lucent (s)

softly bright or radiant

Webster

lucent (a.)

Shining; bright; resplendent.

FAQs About the word lucent

διαφανής

softly bright or radiantShining; bright; resplendent.

σαφής,Κρύσταλλος,κρυσταλλωτός,υγρό,διαφανής,Διάφανος σαν κρύσταλλο,διαυγής,Σαφής,διαφανής,διάφανος

συννεφιασμένος,έγχρωμος,σκοτεινός, -ή, -ό,αδιαφανής,πυκνό,ομιχλώδης,Υαλωμένο,θολό,ομιχλώδης,ασαφής

lucency => διαφάνεια, luce => φως, lucas => Λουκάς, lucarne => φεγγίτης, lucanidae => Λουκάνιδες,