Greek Meaning of unlit
ασβόλωτο
Other Greek words related to ασβόλωτο
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτεινός
- θολό
- Σκοτεινός
- σκοτεινό
- Σκοτεινός
- αχνός
- αμυδρό
- λυκόφως
- σκοτεινός
- μελαγχολικός
- σκοτεινό
- ασαφής
- αμυδρό
- σκοτεινός
- οξύς
- Ακτινοβόλος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- στυγικός
- σκοτεινός
- συννεφιασμένος
- συννεφιασμένος
- σκοτεινός
- βαρετό
- θαμπό
- ομιχλώδης
- αιθαλώδης
- γκρι
- γκρί
- θαμπό
- μολυβένιος
- ομιχλώδης
- αφεγγής
- χλωμός
- σκοτεινός
- σκιερός
- Καπνώδης
- άστρο
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- σκοτεινό
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- φωτισμένο
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- φως
- φωτισμένο
- αναμμένος
- διαφανής
- Σαφής
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπερός
- λαμπερά
- φωτισμένο
- λαμπερός
- alight
- χαμογελαστός
- λαμπερός
- φωτεινός
- Λαμπερός
- εκτυφλωτικός
- γυαλιστερός
- φωτεινό
- λαμπερός
- Ελαφρύς
- λαμπερός
- λαμπρός
- λαμπερός
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- προβολωτό
- φωτισμένο από προβολείς
- σεληνόφωτος
- σεληνιακός
- λαμπερός
- αστροφώτιστος
- ηλιόλουστος
- επισημασμένος
- πρόβαλε
- φωτισμένος από προβολέα
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of unlit
Definitions and Meaning of unlit in English
unlit (a)
not set afire or burning
unlit (s)
without illumination
FAQs About the word unlit
ασβόλωτο
not set afire or burning, without illumination
σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,θολό,,Σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,λυκόφως
φωτεινό,εξαιρετικό,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως,φως,φωτισμένο,αναμμένος,διαφανής,Σαφής,φωτεινό
unlisted stock => Μη εισηγμένες μετοχές, unlisted security => Ανεπίσημη ασφάλεια, unlisted => μη εισηγμένη, unliquored => μη αποσταγμένο, unliquidated => εκκαθαρισμένος,