Greek Meaning of unloader
εκφορτωτής
Other Greek words related to εκφορτωτής
Nearest Words of unloader
Definitions and Meaning of unloader in English
unloader (n.)
One who, or that which, unloads; a device for unloading, as hay from a wagon.
FAQs About the word unloader
εκφορτωτής
One who, or that which, unloads; a device for unloading, as hay from a wagon.
εκφόρτιση,εκκενώνω,εκφορτώνω,ελαφρύνω,εκφόρτωση,αποπακετάρω,ανακουφίζω,Απαλλάσσω,άδειος,δωρεάν
Φόρτωμα,Πακέτο,χρέωση,στοιβάζω,συμπληρώνω,στοίβα,πράγματα,μαρμελάδα,Γεμάτο
unloaded => ξεφορτωμένο, unload => εκφόρτωση, unliveried => αστολή, unlived => ανέγγιχτος, unliveable => Ακατοίκητος,