Greek Meaning of fulgent

λαμπερός

Other Greek words related to λαμπερός

Definitions and Meaning of fulgent in English

Wordnet

fulgent (s)

shining intensely

Webster

fulgent (a.)

Exquisitely bright; shining; dazzling; effulgent.

FAQs About the word fulgent

λαμπερός

shining intenselyExquisitely bright; shining; dazzling; effulgent.

φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,Λαμπερός,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερός,λαμπερό

μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό

fulgency => λάμψη, fulfilment => εκπλήρωση, fulfillment => εκπλήρωση, fulfilling => ικανοποιητικό, fulfiller => εκπλήρωση,