Greek Meaning of fulfiller
εκπλήρωση
Other Greek words related to εκπλήρωση
Nearest Words of fulfiller
Definitions and Meaning of fulfiller in English
fulfiller (n.)
One who fulfills.
FAQs About the word fulfiller
εκπλήρωση
One who fulfills.
κρατάω,συναντώ,ικανοποιώ,συμμορφώνεται με,επιτύγχανω,απάντηση,ολοκληρωμένο,συμμορφώνω (με),συμπληρώνω,επανορθώνω
παραβίαση,Σπάω,αδιαφορία,ξεχάσω,παραβλέπω,προσπερνώ,ελαφρύ,παραβαίνω,(από προεπιλογή σε),αμέλεια
fulfilled => εκπληρωμένη, fulfill => εκπληρώνω, fulfil => εκπληρώνω, fuldble => συμπληρώσιμο, fulcrums => υπομόχλια,