Greek Meaning of methodical
μεθοδικός
Other Greek words related to μεθοδικός
Nearest Words of methodical
- methodic => μεθοδικός
- method of least squares => Μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων
- method of fluxions => Η μέθοδος των ροών
- method of choice => μέθοδος επιλογής
- method of accounting => μέθοδος λογιστικής
- method acting => Υποκριτική μεθόδου
- method => μέθοδος
- methocarbamol => μεθοκαρβαμόλη
- methionine => μεθειονίνη
- methionic => μεθειονίνη
Definitions and Meaning of methodical in English
methodical (s)
characterized by method and orderliness
methodical (a.)
Arranged with regard to method; disposed in a suitable manner, or in a manner to illustrate a subject, or to facilitate practical observation; as, the methodical arrangement of arguments; a methodical treatise.
Proceeding with regard to method; systematic.
Of or pertaining to the ancient school of physicians called methodists.
FAQs About the word methodical
μεθοδικός
characterized by method and orderlinessArranged with regard to method; disposed in a suitable manner, or in a manner to illustrate a subject, or to facilitate p
Τυποποιημένο,δομημένος,συστηματικός,συστηματοποιημένο,λεπτομερής,καθαρός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,συγκεκριμένος
ανοργάνωτος,τυχαίος,τυχαίος,ακανόνιστος,μη συστηματικός,μη συστηματικός,χαοτικός,ακατάστατος,ακατάστατη,Ανεμπόδιστες
methodic => μεθοδικός, method of least squares => Μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων, method of fluxions => Η μέθοδος των ροών, method of choice => μέθοδος επιλογής, method of accounting => μέθοδος λογιστικής,