Greek Meaning of planless
άσχετος
Other Greek words related to άσχετος
Nearest Words of planless
Definitions and Meaning of planless in English
planless (s)
aimlessly drifting
planless (a.)
Having no plan.
FAQs About the word planless
άσχετος
aimlessly driftingHaving no plan.
χαοτικός,ανοργάνωτος,τυχαίος,Άτυπος,μη συστηματικός,ακατάστατος,ακατάστατη,τυχαίος,Ανεμπόδιστες,ακανόνιστος
μεθοδικός,καθαρός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,συστηματικός,ακριβής,Σωστό,μεθοδικός,παραγγελθέντα
planktonic algae => Πλαγκτονικοί άλγαι, planktonic => πλαγκτονικός, plankton => Πλαγκτόν, plank-sheer => σανίδα πλώρης, planking => Πλάνκινγκ,