Greek Meaning of planner
σχεδιαστής
Other Greek words related to σχεδιαστής
- κατασκευαστής
- δημιουργός
- Σχεδιαστής
- ιδρυτής
- γεννήτρια
- ο εκκινητής
- δημιουργός
- πρωτοπόρος
- ερευνητής
- συγγραφέας
- πατέρας
- εφευρέτης
- προγραμματιστής
- σχεδιαστής
- ονειροπόλος
- ιδρυτής
- πατέρας
- συνθέτης
- πρωτοπόρος
- ιδρυτής
- Καινοτόμος
- ιδρυτής
- Ιδρυτής
- εφευρέτης
- παραγωγός
- ερευνητής
- κύριος
- Κωδικοentwickler
- Συμπαραγωγός
- συν-ερευνητής
- εισαγωγέας
- Πρωτοπόρος
Nearest Words of planner
Definitions and Meaning of planner in English
planner (n)
a person who makes plans
a notebook for recording appointments and things to be done, etc.
planner (n.)
One who plans; a projector.
FAQs About the word planner
σχεδιαστής
a person who makes plans, a notebook for recording appointments and things to be done, etc.One who plans; a projector.
κατασκευαστής,δημιουργός,Σχεδιαστής,ιδρυτής,γεννήτρια,ο εκκινητής,δημιουργός,πρωτοπόρος,ερευνητής,συγγραφέας
διάφραγμα,φωτοτυπικό μηχάνημα,Μιμητής,μιμητής,πολυγραφικό μηχάνημα,μιμητής
planned community => Προγραμματισμένο σύνολο, planned => προγραμματισμένη, planless => άσχετος, planktonic algae => Πλαγκτονικοί άλγαι, planktonic => πλαγκτονικός,