Greek Meaning of maker
δημιουργός
Other Greek words related to δημιουργός
- κατασκευαστής
- Σχεδιαστής
- κατασκευαστής
- δημιουργός
- Διανομέας
- μηχανικός
- εργοστάσιο
- Καινοτόμος
- εφευρέτης
- εργοστάσιο
- μύλος
- λειτουργικός
- Φυτό
- παραγωγός
- Πάροχος
- κατάστημα
- προμηθευτής
- έργα
- Εργαστήριο
- αρχιτέκτονας
- Τεχνίτης
- Τεχνίτης
- καλλιτέχνης
- Συνιδρυτής
- συνθέτης
- εφευρέτης
- τεχνίτης
- τεχνίτης
- προγραμματιστής
- σχεδιαστής
- ιδρυτής
- γεννήτρια
- τεχνίτης
- εισαγωγέας
- μαστοράκος
- κύριος
- Εγκέφαλος
- μηχανικός
- πρωτοπόρος
- προμηθευτής
- προμηθευτής
- ερευνητής
- shaper
- σιδηρουργός
- Spawner
- έμπορος
- εργάτης
- ράιτ
- τεχνίτης
- Χειροτέχνιδα
- συνθέτης
Nearest Words of maker
Definitions and Meaning of maker in English
maker (n)
a person who makes things
terms referring to the Judeo-Christian God
a business engaged in manufacturing some product
maker (n.)
One who makes, forms, or molds; a manufacturer; specifically, the Creator.
The person who makes a promissory note.
One who writes verses; a poet.
FAQs About the word maker
δημιουργός
a person who makes things, terms referring to the Judeo-Christian God, a business engaged in manufacturing some productOne who makes, forms, or molds; a manufac
κατασκευαστής,Σχεδιαστής,κατασκευαστής,δημιουργός,Διανομέας,μηχανικός,εργοστάσιο,Καινοτόμος,εφευρέτης,εργοστάσιο
No antonyms found.
make-peace => κάνω ειρήνη, makeover => Μεταμόρφωση , makeless => άτεκνος, make-game => Φτιάξε ένα παιχνίδι, makedonija => Βόρεια Μακεδονία,