Greek Meaning of wright
ράιτ
Other Greek words related to ράιτ
- μηχανικός
- τελεστής
- shaper
- σιδηρουργός
- άσσος
- ικανός
- καλλιτέχνης
- γνώστης
- σύμβουλος
- ειδικός
- φρικιό
- γκουρού
- χέρι
- καυτό σπέρμα
- μαέστρος
- κύριος
- ειδικός
- Παρελθοντολόγος
- επαγγελματίας
- επαγγελματίας
- επιδέξιος
- λόγιος
- Καρχαρίας
- κοφτερός
- ειδικός
- τεχνικός
- βιρτουόζος
- φυτό
- μάγος
- παλιό χέρι
- maestro
- εθισμένος
- σύμβουλος
- σύμβουλος
- λάτρης
- αυθεντία
- μπάφερ
- γνώστης
- δικηγόρος
- σύμβουλος
- σύμβουλος
- κράκατζακ
- εξαιρετικός
- τεχνίτης
- νταμπ
- αφοσιωμένος
- ενθουσιώδης
- ανεμιστήρας
- δαίμονας
- μαστοράκος
- εμπειρογνώμονας
- σύμβουλος
- τεχνίτης
Nearest Words of wright
Definitions and Meaning of wright in English
wright (n)
United States writer of detective novels (1888-1939)
United States writer whose work is concerned with the oppression of African Americans (1908-1960)
United States aviation pioneer who (with his brother Orville Wright) invented the airplane (1867-1912)
United States aviation pioneer who (with his brother Wilbur Wright) invented the airplane (1871-1948)
influential United States architect (1869-1959)
United States early feminist (born in Scotland) (1795-1852)
someone who makes or repairs something (usually used in combination)
wright (n.)
One who is engaged in a mechanical or manufacturing business; an artificer; a workman; a manufacturer; a mechanic; esp., a worker in wood; -- now chiefly used in compounds, as in millwright, wheelwright, etc.
FAQs About the word wright
ράιτ
United States writer of detective novels (1888-1939), United States writer whose work is concerned with the oppression of African Americans (1908-1960), United
μηχανικός,τελεστής,shaper,σιδηρουργός,άσσος,ικανός,καλλιτέχνης,γνώστης,σύμβουλος,ειδικός
ερασιτέχνης,μαθητευόμενος,αρχάριος,Λαϊκός,αρχάριος,νεόφυτος,ερασιτέχνης,Δilletant,Άπειρος,μη ειδικός
wriggly => Στριφτό, wriggling => κουλουριασμένος, wriggler => σκουλήκι, wriggled => κουνήθηκε, wriggle => σπαρταρώ,